- αυλομανής
- αὐλομανής, -ές (Α)αυτός που θέλει μέχρι μανίας να παίζει αυλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλομανές — αὐλομανής flute inspired masc/fem voc sg αὐλομανής flute inspired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek